- ρετινόλη
- και ρητινόλη, η, Ν(βιοχ.) κοινή ονομασία διτερπενικής αλκοόλης η οποία αποτελεί την βιταμίνη Α.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρετινάλη — η, Ν (βιοχ.) κοινή ονομασία τής διτερπενικής αλδεΰδης, η οποία σχετίζεται με την ρετινόλη και τής οποίας η ένωση με την οψίνη σχηματίζει την ροδοψίνη, αλλ. ρετινένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. retinal < retina (πιθ.… … Dictionary of Greek
ρετινοϊκός — ή, ό, Ν [ρετινάλη / ρετινόλη] φρ. «ρετινοϊκό οξύ» (βιοχ. φαρμ.) κοινή ονομασία τού διτερπενικού οξέος το οποίο λαμβάνεται με οξείδωση τής ρετινάλης ή τής ρετινόλης και τού οποίου η τοπική εφαρμογή αποτελεί την κύρια θεραπευτική αγωγή εναντίον τής … Dictionary of Greek
ρητινόλη — η, Ν [ρητίνη] βλ. ρετινόλη … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek